πάσομαι

πάσομαι
πάσομαι [pron. full] [ᾰ],
A v. πατέομαι :—but [full] πάσομαι [α], v. πάομαι.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πάσομαι — πά̱σομαι , πάομαι get aor subj mid 1st sg (epic doric) πά̱σομαι , πάομαι get fut ind mid 1st sg (doric) πάσσω sprinkle aor subj mid 1st sg (epic) πατέομαι eat aor subj mid 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάομαι — Α (ποιητ. ρ. αμάρτυρο στον ενεστ.) 1. λαμβάνω, αποκτώ («πασάμενος ἐπίτασσε», Θεόκρ.) 2. (συν. στον παρακμ.) πέπαμαι έχω κάτι ως κτήμα μου, κατέχω, κέκτημαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αμάρτυρο ενεστ. τ., τού οποίου απαντούν ο μέλλ.… …   Dictionary of Greek

  • παστήρια — τὰ, Α 1. ευωχία με το κρέας τής θυσίας 2. (κατά τον Ησύχ.) «σπλάγχνα τὰ ἐντόσθια κοιλία». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασ τού πατέομαι «γεύομαι, τρώω» (πρβλ. μέλλ. πάσομαι) + επίθημα τήριον (πρβλ. τελεσ τήριον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”